Strong's Exhaustive Concordance imagination, reasoning. From dialogizomai; discussion, i.e. (internal) consideration (by implication, purpose), or (external) debate -- dispute, doubtful(-ing), imagination, reasoning, thought. see GREEK dialogizomai Forms and Transliterations δαιλογισμοί διαλογισμοι διαλογισμοί διαλογισμοὶ διαλογισμοις διαλογισμοίς διαλογισμοῖς διαλογισμον διαλογισμόν διαλογισμὸν διαλογισμος διαλογισμός διαλογισμὸς διαλογισμού διαλογισμοῦ διαλογισμους διαλογισμούς διαλογισμοὺς διαλογισμων διαλογισμών διαλογισμῶν διαλύσει dialogismoi dialogismoí dialogismoì dialogismois dialogismoîs dialogismon dialogismòn dialogismôn dialogismōn dialogismō̂n dialogismos dialogismòs dialogismou dialogismoû dialogismous dialogismoùsLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |