1276. diaperaó
Strong's Exhaustive Concordance
pass over, sail over.

From dia and a derivative of the base of peran; to cross entirely -- go over, pass (over), sail over.

see GREEK dia

see GREEK peran

Forms and Transliterations
διαπεπετακότα διαπεπετασμένα διαπεπετασμέναι διαπεπετασμένων διαπεπτωκότα διαπερασαντες διαπεράσαντες διαπερασαντος διαπεράσαντος διαπεράσει διαπερων διαπερών διαπερῶν διαπερώντες διαπερωσιν διαπερώσιν διαπερῶσιν διαπεσείν διαπεσείται διαπέσητε διαπετάση διάπηγα διαπήγων διαπίπτουσαν διαπίπτων διαπλατύνηται διεπέρασε διεπερασεν διεπέρασεν διέπεσε διέπεσεν διέπεσον διεπέτασα διεπετάσαμεν διεπέτασε διεπέτασεν diaperasantes diaperásantes diaperasantos diaperásantos diaperon diaperôn diaperōn diaperō̂n diaperosin diaperôsin diaperōsin diaperō̂sin dieperasen diepérasen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1275
Top of Page
Top of Page