Strong's Exhaustive Concordance disperse, scatter abroad, strew, waste. From dia and skorpizo; to dissipate, i.e. (genitive case) to rout or separate; specially, to winnow; figuratively, to squander -- disperse, scatter (abroad), strew, waste. see GREEK dia see GREEK skorpizo Forms and Transliterations διασκορπιεί διασκορπίζεις διασκορπίζηται διασκορπίζοντες διασκορπιζων διασκορπίζων διασκορπίσαι διασκορπίσαντα διασκορπίσατε διασκορπίσεις διασκορπίση διασκορπισθήσεται διασκορπισθησονται διασκορπισθήσονται διασκορπισθήτωσαν διασκορπισμόν διασκορπισμώ διασκόρπισον διασκορπιώ δίασμα διάσματι διάσματος διασπασμόν διεσκορπισα διεσκόρπισα διεσκορπισας διεσκόρπισας διεσκορπίσατε διεσκόρπισε διεσκόρπισέ διεσκορπισεν διεσκόρπισεν διεσκορπίσθη διεσκορπισθησαν διεσκορπίσθησαν διεσκορπίσθητε διεσκορπισμενα διεσκορπισμένα diaskorpisthesontai diaskorpisthēsontai diaskorpisthḗsontai diaskorpizon diaskorpizōn diaskorpízon diaskorpízōn dieskorpisa dieskórpisa dieskorpisas dieskórpisas dieskorpisen dieskórpisen dieskorpismena dieskorpisména dieskorpisthesan dieskorpisthēsan dieskorpísthesan dieskorpísthēsanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |