Strong's Exhaustive Concordance depart. From dia and the middle voice of chorizo; to remove (oneself) wholly, i.e. Retire -- depart. see GREEK dia see GREEK chorizo Forms and Transliterations διακεχωρισμένοι διακεχωρισμένος διακεχωρισμένων διαχωρίζει διαχωρίζειν διαχωριζεσθαι διαχωρίζεσθαι διαχωρίζον διαχωρισθέντες διαχωρισθήναι διαχωρίσθητι διαχώρισον διάψαλμα διαψεύση δίγλωσσος διεχώρισεν διεχωρίσθησαν diachorizesthai diachorízesthai diachōrizesthai diachōrízesthaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |