1325. didómi
Strong's Exhaustive Concordance
bestow, commit, deliver.

A prolonged form of a primary verb (which is used as an alternative in most of the tenses); to give (used in a very wide application, properly, or by implication, literally or figuratively; greatly modified by the connection) -- adventure, bestow, bring forth, commit, deliver (up), give, grant, hinder, make, minister, number, offer, have power, put, receive, set, shew, smite (+ with the hand), strike (+ with the palm of the hand), suffer, take, utter, yield.

Forms and Transliterations
δεδομένα δεδομέναι δεδομένη δεδομενην δεδομένην δεδομένης δεδομένοι δεδομενον δεδομένον δέδονται δεδοται δέδοται δεδωκα δέδωκα δέδωκά δεδώκαμέν δεδωκας δέδωκας δέδωκάς δεδώκατε δέδωκε δέδωκέ δεδωκει δεδώκει δεδωκεισαν δεδώκεισαν δεδωκεν δέδωκεν δέδωκέν δεδωκότες δεδωκότι διδόασι διδοασιν διδόασιν διδοί διδόμενά διδομένη διδομενον διδόμενον διδοναι διδόναι διδοντα διδόντα δίδονται διδοντες διδόντες διδοντι διδόντι διδοντος διδόντος διδόντων διδοται δίδοται διδοτε δίδοτε διδου δίδου διδους διδούς διδοὺς δίδους διδω διδῶ διδωμι δίδωμι δίδωμί δίδως δίδωσι δίδωσί διδωσιν δίδωσιν δίδωσίν διεγγυώμεν δοθείη δοθεισα δοθείσα δοθεῖσα δοθεισαν δοθείσαν δοθείσάν δοθεῖσαν δοθεῖσάν δοθείσας δοθειση δοθείση δοθείσῃ δοθεισης δοθείσης δοθεντος δοθέντος δοθη δοθή δοθῇ δοθηναι δοθήναι δοθῆναι δοθησεται δοθήσεται δοθήση δοθήσονται δοθήτω δοι δοῖ δοίη δοντα δόντα δόντες δόντι δοντος δόντος δος δός δὸς δοτε δότε δοτω δότω δότωσαν δουναι δούναι δούναί δοῦναι δοῦναί δους δούς δοὺς δούσα δω δῷ δωη δωή δώη δῴη δώης δωμεν δώμεν δῶμεν δως δῷς δωσει δώσει δώσειν δωσεις δώσεις δώσετε δώσετέ δωση δώση δώσῃ δώσι δωσιν δώσιν δῶσιν δωσομεν δώσομεν δώσομέν δωσουσι δώσουσι δώσουσί δωσουσιν δώσουσιν δωσω δώσω δώσωμεν δωτε δώτε δῶτε εδιδοσαν εδίδοσαν ἐδίδοσαν εδίδοτο εδιδου εδίδου ἐδίδου εδιδουν εδίδουν ἐδίδουν εδοθη εδόθη ἐδόθη εδοθησαν εδόθησαν ἐδόθησαν εδωκα έδωκα έδωκά έδώκα ἔδωκα εδωκαμεν εδώκαμεν ἐδώκαμεν εδωκαν έδωκαν έδωκάν ἔδωκαν εδωκας έδωκας έδωκάς ἔδωκας ἔδωκάς εδωκατε εδώκατέ ἐδώκατέ έδωκε έδωκέ εδωκεν έδωκεν ἔδωκεν ἔδωκέν dedoka dedōka dédoka dédōka dedokas dedōkas dédokas dédokás dédōkas dédōkás dedokei dedōkei dedṓkei dedokeisan dedōkeisan dedṓkeisan dedoken dedōken dédoken dédokén dédōken dédōkén dedomenen dedomenēn dedoménen dedoménēn dedomenon dedoménon dedotai dédotai dido didô didō didō̂ didoasin didóasin didomenon didómenon didomi didōmi dídomi dídōmi didonai didónai didonta didónta didontes didóntes didonti didónti didontos didóntos didosin didōsin dídosin dídosín dídōsin dídōsín didotai dídotai didote dídote didou dídou didous didoùs do dō doe dōē doi doî dôi dō̂i dṓie dṓiē dôis dō̂is domen dômen dōmen dō̂men donta dónta donti dónti dontos dóntos dos dós dòs dōs dose dōsē dosei dōsei dṓsei dṓsēi doseis dōseis dṓseis dosin dôsin dōsin dō̂sin doso dōsō dṓso dṓsō dosomen dōsomen dōsōmen dṓsomen dṓsōmen dosousin dōsousin dṓsousin dote dóte dôte dōte dō̂te dothe dothē dothêi dothē̂i dotheisa dotheîsa dotheisan dotheîsan dotheîsán dotheise dotheisē dotheísei dotheísēi dotheises dotheisēs dotheíses dotheísēs dothenai dothênai dothēnai dothē̂nai dothentos dothéntos dothesetai dothēsetai dothḗsetai doto dotō dóto dótō dounai doûnai doûnaí dous doús doùs edidosan edídosan edidou edídou edidoun edídoun edoka edōka édoka édōka edokamen edōkamen edṓkamen edokan edōkan édokan édōkan edokas edōkas édokas édokás édōkas édōkás edokate edōkate edṓkaté edoken edōken édoken édokén édōken édōkén edothe edothē edóthe edóthē edothesan edothēsan edóthesan edóthēsan
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1324
Top of Page
Top of Page