Strong's Exhaustive Concordance permit, leave alone. Of uncertain affinity; to let be, i.e. Permit or leave alone -- commit, leave, let (alone), suffer. See also ea. see GREEK ea Forms and Transliterations εά εάσαι εασαντες εάσαντες ἐάσαντες εάσατε εασει εάσει ἐάσει εάσεις εασόν έασόν Εατε εάτε Ἐᾶτε εβδομάδας εβδομάδες εβδομάδος εβδομάδων εβδομάς εια εία εἴα είασα ειασαν είασαν εἴασαν είασε ειασεν είασεν εἴασεν ειων είων εἴων easantes eásantes easei eásei Eate Eâte eia eía eiasan eíasan eiasen eíasen eion eiōn eíon eíōnLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |