Strong's Exhaustive Concordance spy. From en and a derivative of kathiemi; subinduced, i.e. Surreptitiously suborned as a lier-in-wait -- spy. see GREEK en see GREEK kathiemi Forms and Transliterations εγκάθετοι εγκάθετος εγκαθέτους ἐγκαθέτους εγκαθήμενοι εγκαθημένοις εγκαθήμενον εγκαθήμενος εγκαθημένους εγκάθηνται εγκαθήσονται εγκάθηται ενεκαθήμεθα ενεκάθηντο ενεκάθησθε ενεκάθητο ενεκάθισαν ενεκάθισας ενκαθετους ἐνκαθέτους καθίσατε enkathetous en'kathétousLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |