Strong's Exhaustive Concordance bring up, nourish. From ek and trepho; to rear up to maturity, i.e. (genitive case) to cherish or train -- bring up, nourish. see GREEK ek see GREEK trepho Forms and Transliterations εκθρέψαι εκθρέψουσι εκθρέψω εκθρέψωσι εκτραφέντα εκτραφέντων εκτρεφει εκτρέφει ἐκτρέφει εκτρεφετε εκτρέφετε ἐκτρέφετε εκτρέφωσιν εκτρίβει εκτριβή εκτριβήναι εκτριβής εκτριβήσεσθε εκτριβήσεται εκτριβήση εκτριβήσομαι εκτρίβοντες εκτριβώμεν εκτριβώσιν εκτρίψαι εκτρίψατε εκτρίψει εκτρίψεις εκτρίψη εκτρίψητε εκτρίψουσιν εκτρίψω εκτρίψωμεν εκτρυγήσεις εκτρώγων εξέδραμεν εξέθρεψα εξέθρεψας εξέθρεψέ εξέθρεψεν εξέτρεφον εξετρίβησαν εξέτριψα εξέτριψαν εξέτριψας εξέτριψε εξέτριψεν ektrephei ektréphei ektrephete ektrépheteLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |