Strong's Exhaustive Concordance spit. From en and ptuo; to spit at or on -- spit (upon). see GREEK en see GREEK ptuo Forms and Transliterations εμπεπυρισμέναι εμπεπυρισμένη εμπεπυρισμένον εμπεπυρίσται εμπτυειν εμπτύειν ἐμπτύειν εμπτυσαντες εμπτύσαντες ἐμπτύσαντες εμπτύσεται εμπτυσθησεται εμπτυσθήσεται ἐμπτυσθήσεται εμπτυσουσιν εμπτύσουσιν ἐμπτύσουσιν εμπυριεί εμπυρίζεται εμπυρισθήσονται εμπυρισμόν εμπυρισμός εμπυρισμώ εμπυρίσωμέν έμπυροι εμφάνηθι ενεπεπύριστο ενεπτυον ενέπτυον ἐνέπτυον ενεπτυσαν ενέπτυσαν ἐνέπτυσαν ενέπτυσεν ενεπυρίσαμεν ενεπύρισαν ενεπυρίσατε ενεπύρισε ενεπύρισεν ενεπυρίσθη ενεπυρίσθησαν ενεπύρισθησεν emptuein emptusantes emptusousin emptusthesetai emptusthēsetai emptyein emptýein emptysantes emptýsantes emptysousin emptýsousin emptysthesetai emptysthēsetai emptysthḗsetai eneptuon eneptusan eneptyon enéptyon eneptysan enéptysanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |