1774. enoikeó
Strong's Exhaustive Concordance
dwell in.

From en and oikeo; to inhabit (figuratively) -- dwell in.

see GREEK en

see GREEK oikeo

Forms and Transliterations
ενοικεί ενοικείν ενοικειτω ενοικείτω ἐνοικείτω ενοικήσει ενοικήσουσι Ενοικησω ενοικήσω Ἐνοικήσω ενοικούντας ενοικούντες ενοικουντος ενοικούντος ἐνοικοῦντος ενοικούντων ενοικουσα ἐνοικοῦσα ενοικούσιν ενοικών ενοπλισάμενοι ένοπλοι ενόπλων ενόρκιον ένορκοι ενώκησε ενωκησεν ἐνῴκησεν ενωπλισμένοι ενωπλισμένος οἰκοῦσα enoikeito enoikeitō enoikeíto enoikeítō enṓikesen enṓikēsen Enoikeso Enoikēsō Enoikḗso Enoikḗsō enoikountos enoikoûntos enokesen enōkēsen oikousa oikoûsa
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1773
Top of Page
Top of Page