Strong's Exhaustive Concordance dwell in. From en and oikeo; to inhabit (figuratively) -- dwell in. see GREEK en see GREEK oikeo Forms and Transliterations ενοικεί ενοικείν ενοικειτω ενοικείτω ἐνοικείτω ενοικήσει ενοικήσουσι Ενοικησω ενοικήσω Ἐνοικήσω ενοικούντας ενοικούντες ενοικουντος ενοικούντος ἐνοικοῦντος ενοικούντων ενοικουσα ἐνοικοῦσα ενοικούσιν ενοικών ενοπλισάμενοι ένοπλοι ενόπλων ενόρκιον ένορκοι ενώκησε ενωκησεν ἐνῴκησεν ενωπλισμένοι ενωπλισμένος οἰκοῦσα enoikeito enoikeitō enoikeíto enoikeítō enṓikesen enṓikēsen Enoikeso Enoikēsō Enoikḗso Enoikḗsō enoikountos enoikoûntos enokesen enōkēsen oikousa oikoûsaLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |