1825. exegeiró
Strong's Exhaustive Concordance
raise up.

From ek and egeiro; to rouse fully, i.e. (figuratively) to resuscitate (from death), release (from infliction) -- raise up.

see GREEK ek

see GREEK egeiro

Forms and Transliterations
εξεγείραι εξεγείρατε εξεγείρει εξεγειρέσθωσαν εξεγείρηται εξεγείρητε εξεγειρόμενος εξεγειρομένου εξεγειρόμην εξέγειρον εξεγείροντα εξεγειρόντων εξεγείρου εξεγειρώ εξεγείρω εξεγερει ἐξεγερεῖ εξεγερθείς εξεγερθή εξεγερθήσεται εξεγερθήσομαι εξεγερθήσονται εξεγέρθητι εξεγερώ εξεγήγερται εξέδρα εξέδραι εξέδραις εξέδραν εξεδρών εξεικονισμένον εξηγειρα εξήγειρά ἐξήγειρά εξήγειρας εξήγειράς εξήγειρε εξήγειρέ εξήγειρεν εξηγείρετο εξηγέρθη εξηγέρθην εξηγέρθησαν exegeira exēgeira exḗgeirá exegerei exegereî
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1824
Top of Page
Top of Page