1843. exomologeó
Strong's Exhaustive Concordance
confess, profess, promise.

From ek and homologeo; to acknowledge or (by implication, of assent) agree fully -- confess, profess, promise.

see GREEK ek

see GREEK homologeo

Forms and Transliterations
εξομολογείσθαι εξομολογείσθαί εξομολογεισθε εξομολογείσθε ἐξομολογεῖσθε εξομολογησάμην εξομολογήσασθαι εξομολογησάσθωσαν εξομολογησάσθωσάν εξομολογήσει εξομολογησεται εξομολογήσεται εξομολογήσεταί ἐξομολογήσεται εξομολογήσεων εξομολογήσεως εξομολογησηται εξομολογήσηται ἐξομολογήσηται εξομολόγησιν εξομολόγησις εξομολογησομαι εξομολογήσομαι εξομολογήσομαί ἐξομολογήσομαί εξομολογησόμεθα εξομολογησόμεθά εξομολογήσονται εξομολογήσονταί εξομολογήσωνται Εξομολογουμαι εξομολογούμαι εξομολογούμαί Ἐξομολογοῦμαί εξομολογούμεθά εξομολογουμένην εξομολογουμενοι εξομολογούμενοι ἐξομολογούμενοι εξομολογούμενος εξομολογουμένων εξομολούγούμαι εξόπισθε εξόπισθεν εξοπλίσατε εξοπλίσησθε εξωμολόγησε εξωμολογησεν ἐξωμολόγησεν exomologeisthe exomologeîsthe exomologesen exomológesen exōmologēsen exōmológēsen exomologesetai exomologēsetai exomologēsētai exomologḗsetai exomologḗsētai exomologesomai exomologēsomai exomologḗsomaí Exomologoumai Exomologoûmaí exomologoumenoi exomologoúmenoi
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1842
Top of Page
Top of Page