Strong's Exhaustive Concordance rise up against. Middle voice from epi and anistemi; to stand up on, i.e. (figuratively) to attack -- rise up against. see GREEK epi see GREEK anistemi Forms and Transliterations επανασταίη επαναστή επαναστήναι επαναστήσεται επαναστήσομαι επαναστησονται επαναστήσονται ἐπαναστήσονται επανέστη επανεστηκότων επανέστησαν επανέστησάν επανέστητεν επανιστάμενοι επανιστάμενοί επανισταμένοις επανισταμένους επανισταμένων επανίστανται επανίστατο επιστανομένους epanastesontai epanastēsontai epanastḗsontaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |