Strong's Exhaustive Concordance appeal unto, call on, invoke Middle voice from epi and kaleo; to entitle; by implication, to invoke (for aid, worship, testimony, decision, etc.) -- appeal (unto), call (on, upon), surname. see GREEK epi see GREEK kaleo Forms and Transliterations επεκαλείτο επεκαλεσάμην επεκαλεσαν επεκαλέσαν επεκάλεσαν ἐπεκάλεσαν επεκαλέσαντο επεκαλέσατο επεκάλεσε επεκαλέσω επεκαλούντο επεκεκλητο επεκέκλητο ἐπεκέκλητο επεκληθη επεκλήθη ἐπεκλήθη επεκλήθησαν επικαλεισθαι επικαλείσθαι επικαλείσθαί ἐπικαλεῖσθαι επικαλεισθε επικαλείσθε ἐπικαλεῖσθε επικαλειται επικαλείται ἐπικαλεῖται επικάλεσαι επικάλεσαί επικαλεσαμενος επικαλεσάμενος ἐπικαλεσάμενος επικαλεσαμενου επικαλεσαμένου ἐπικαλεσαμένου επικαλεσασθαι επικαλέσασθαι ἐπικαλέσασθαι επικαλέσασθε επικαλέσεσθε επικαλέσεται επικαλέσεταί επικαλέση επικαλέσησθέ επικαλεσηται επικαλέσηται επικαλέσηταί ἐπικαλέσηται επικαλέσομαι επικαλεσόμεθα επικαλέσονται επικαλέσονταί επικαλέσωμαι επικαλέσωμαί επικαλεσώμεθά επικαλεσωνται επικαλέσωνταί ἐπικαλέσωνται επικαλού επικαλουμαι επικαλούμαι ἐπικαλοῦμαι επικαλουμενοις επικαλουμένοις ἐπικαλουμένοις επικαλουμενον επικαλούμενον ἐπικαλούμενον επικαλουμενος επικαλούμενος ἐπικαλούμενος επικαλουμενου επικαλουμένου ἐπικαλουμένου επικαλουμενους επικαλουμένους ἐπικαλουμένους επικαλουμενων επικαλουμένων ἐπικαλουμένων επικαλούνταί επικέκληνται επικεκλησαι επικέκλησαι ἐπικέκλησαι επικεκληται επικέκληται επικέκληταί ἐπικέκληται επικληθεις επικληθείς ἐπικληθεὶς επικληθεν επικληθέν ἐπικληθὲν επικληθεντα επικληθέντα ἐπικληθέντα επικληθήναι επικληθήσεται επικληθήσομαι epekalesan epekálesan epekekleto epekeklēto epekékleto epekéklēto epeklethe epeklēthē epeklḗthe epeklḗthē epikaleisthai epikaleîsthai epikaleisthe epikaleîsthe epikaleitai epikaleîtai epikalesamenos epikalesámenos epikalesamenou epikalesaménou epikalesasthai epikalésasthai epikalesetai epikalesētai epikalésetai epikalésētai epikalesontai epikalesōntai epikalésontai epikalésōntai epikaloumai epikaloûmai epikaloumenois epikalouménois epikaloumenon epikaloumenōn epikalouménon epikalouménōn epikaloúmenon epikaloumenos epikaloúmenos epikaloumenou epikalouménou epikaloumenous epikalouménous epikeklesai epikeklēsai epikéklesai epikéklēsai epikekletai epikeklētai epikékletai epikéklētai epikletheis epikletheìs epiklētheis epiklētheìs epiklethen epiklethèn epiklēthen epiklēthèn epiklethenta epiklethénta epiklēthenta epiklēthéntaLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |