Strong's Exhaustive Concordance add unto, lay upon, put upon. From epi and tithemi; to impose (in a friendly or hostile sense) -- add unto, lade, lay upon, put (up) on, set on (up), + surname, X wound. see GREEK epi see GREEK tithemi Forms and Transliterations επεθέμεθα επεθεντο επέθεντο ἐπέθεντο επέθεσθε επέθετο επεθηκαν επέθηκαν ἐπέθηκαν επέθηκας επέθηκε επέθηκέ επεθηκεν επέθηκεν έπεθηκεν ἐπέθηκεν ἐπέθηκέν επέθου επετίθεντο επετιθεσαν ἐπετίθεσαν επετίθετο επετίθουν ἐπέχρισεν επιθειναι επιθείναι ἐπιθεῖναι επιθεις επιθείς ἐπιθεὶς επιθέμενοι επιθεμένους επιθεντα επιθέντα ἐπιθέντα επιθεντες επιθέντες ἐπιθέντες επιθεντος επιθέντος ἐπιθέντος επιθες επίθες ἐπίθες επιθέσθαι επίθετε επιθέτωσαν επιθη επιθή ἐπιθῇ επιθηναι επιθης επιθής ἐπιθῇς επιθησει επιθήσει ἐπιθήσει επιθήσεις επιθησεται επιθήσεταί ἐπιθήσεταί επιθήσετε επιθήσονταί επιθησουσι επιθήσουσι επιθησουσιν επιθήσουσιν ἐπιθήσουσιν επιθήσω επίθηται επίθητε επιθω επιθώ επίθω ἐπιθῶ επιθώμεθα επιθώνται επιτεθή επιτιθεασιν επιτιθέασιν ἐπιτιθέασιν επιτιθει ἐπιτίθει επιτιθεις ἐπιτιθεὶς επιτιθέμενα επιτιθεσθαι επιτίθεσθαι ἐπιτίθεσθαι επιτίθεσθε επιτιθή επιτιθησιν επιτίθησιν ἐπιτίθησιν epechrisen epéchrisen epethekan epethēkan epéthekan epéthēkan epetheken epethēken epétheken epéthekén epéthēken epéthēkén epethento epéthento epetithesan epetíthesan epithe epithē epithêi epithē̂i epitheinai epitheînai epitheis epitheìs epithêis epithē̂is epithenta epithénta epithentes epithéntes epithentos epithéntos epithes epithēs epíthes epithesei epithēsei epithḗsei epithesetai epithēsetai epithḗsetaí epithesousin epithēsousin epithḗsousin epitho epithô epithō epithō̂ epititheasin epitithéasin epitithei epitíthei epititheis epititheìs epitithesin epitithēsin epitíthesin epitíthēsin epitithesthai epitíthesthaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |