Strong's Exhaustive Concordance answer, bid, bring word, commandA primary verb (used only in the definite past tense, the others being borrowed from ereo, rheo, and phemi); to speak or say (by word or writing) -- answer, bid, bring word, call, command, grant, say (on), speak, tell. Compare lego. see GREEK ereo see GREEK rheo see GREEK phemi see GREEK lego Forms and Transliterations γαρ είπα είπά είπαμεν είπαν είπάν έιπαν είπας είπάς είπατε είπατέ ειπάτω ειπάτωσαν ειπε ειπέ είπε είπέ ειπείν ειπεν είπεν εἶπεν είπενσηε είπη ειπης είπης εἴπης είπητε είπητέ είποι είποιεν είποιμι ειπον ειπόν είπον είπόν ειπόντα ειπόντας ειπόντες ειπόντι ειποντος ειπόντος εἰπόντος ειπούσα ειπούση είπω είπωμεν ειπών είπων είπωσι είπωσί είπωσιν εκπωμίδα επωμίδα επωμίδας επωμίδες επωμίδος επωμίδων επωρύοντο ερασταί ερασταίς εραστάς εραστών ερείς ρηθήσεται eipen eîpen eipes eipēs eípes eípēs eipontos eipóntosLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |