Strong's Exhaustive Concordance commit, do, labor for, minister aboutMiddle voice from ergon; to toil (as a task, occupation, etc.), (by implication) effect, be engaged in or with, etc. -- commit, do, labor for, minister about, trade (by), work. see GREEK ergon Forms and Transliterations ειργάζετο ειργάζοντο ειργασάμεθα εἰργασάμεθα ειργασάμην ειργάσαντο εἰργάσαντο ειργάσατο ειργασμενα ειργασμένα εἰργασμένα ειργασμένον ειργασμένος ειργασμένου είργασται ειργάσω εργά έργα εργαζεσθαι εργάζεσθαι ἐργάζεσθαι εργαζεσθε εργάζεσθε ἐργάζεσθε εργαζέσθω εργαζέσθωσαν εργαζεται εργάζεται ἐργάζεται εργαζη εργάζη ἐργάζῃ εργαζομαι εργάζομαι ἐργάζομαι εργαζομένη εργαζομενοι εργαζόμενοι ἐργαζόμενοι εργαζομένοις εργαζομενος εργαζόμενος ἐργαζόμενος εργαζομενους εργαζομένους ἐργαζομένους εργαζομενω εργαζομένω ἐργαζομένῳ εργαζομένων εργαζονται εργάζονται ἐργάζονται εργαζου εργάζου ἐργάζου εργαζωμεθα εργαζώμεθα ἐργαζώμεθα εργαλεία εργάσασθαι εργάσεσθε εργάσεταί εργαση εργάση ἐργάσῃ εργάσησθε εργάσηται εργασθήσεται εργάται εργώνται ἠργάζετο ηργαζοντο ἠργάζοντο ηργασαμεθα ἠργασάμεθα ηργασαντο ἠργάσαντο ηργασατο ἠργάσατο eirgasametha eirgasámetha eirgasanto eirgásanto eirgasmena eirgasména ergasato ergásato ērgasato ērgásato ergase ergasē ergásei ergásēi ergaze ergazē ergázei ergázēi ergazesthai ergázesthai ergazesthe ergázesthe ergazetai ergázetai ergazeto ergázeto ērgazeto ērgázeto ergazomai ergázomai ergazomeno ergazomenō ergazomenoi ergazoménoi ergazoménōi ergazómenoi ergazomenos ergazómenos ergazomenous ergazoménous ergazometha ergazōmetha ergazṓmetha ergazontai ergázontai ergazou ergázouLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |