Strong's Exhaustive Concordance bury. A primary verb; to celebrate funeral rites, i.e. Inter -- bury. Forms and Transliterations εθαπτόν έθαψα εθαψαν έθαψαν ἔθαψαν εθάψατε έθαψε έθαψεν εταφη εταφή ετάφη ἐτάφη θάπτειν θάπτεται θάπτοντες θαπτόντων θάπτουσι θάπτουσιν θάπτων θαψαι θάψαι θαψαντων θαψάντων θαψατέ θάψατε θάψατέ θάψει θάψεις θάψετε θάψον θάψουσι θάψουσιν θάψω ταφείς ταφήναι ταφήσεται ταφήση ταφήσομαι ταφήσονται τέθαπται etaphe etaphē etáphe etáphē ethapsan éthapsan thapsai thápsai thapsanton thapsantōn thapsánton thapsántōnLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |