Strong's Exhaustive Concordance to warmFrom therme; to heat (oneself) -- (be) warm(-ed, self). see GREEK therme Forms and Transliterations εθερμαίνετο εθερμαινοντο εθερμαίνοντο ἐθερμαίνοντο εθερμάνθη εθερμάνθην εθερμάνθησαν εθερμάνθητε θερμαινεσθε θερμαίνεσθε θερμαινομενον θερμαινόμενον θερμαινομενος θερμαινόμενος θερμανθείς θερμανθή θερμανθήσεται θερμασία θερμαστρείς ethermainonto ethermaínonto thermainesthe thermaínesthe thermainomenon thermainómenon thermainomenos thermainómenosLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |