236. allassó
Strong's Exhaustive Concordance
change.

From allos; to make different -- change.

see GREEK allos

Forms and Transliterations
αλλαγησομεθα αλλαγησόμεθα ἀλλαγησόμεθα αλλαγησονται αλλαγήσονται ἀλλαγήσονται αλλαξαι αλλάξαι ἀλλάξαι αλλάξατε αλλαξει αλλάξει ἀλλάξει αλλάξεις αλλάξεται αλλάξη αλλάξης άλλαξον αλλάξουσιν αλλάξωνται αλλασσομένας αλλασσόμενοι αλλάσσων ηλλαξαν ήλλαξαν ἤλλαξαν ηλλάξαντο ηλλάξατο ήλλαξε allagesometha allagesómetha allagēsometha allagēsómetha allagesontai allagēsontai allagḗsontai allaxai alláxai allaxei alláxei ellaxan ēllaxan ḗllaxan
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
235
Top of Page
Top of Page