Strong's Exhaustive Concordance change. From allos; to make different -- change. see GREEK allos Forms and Transliterations αλλαγησομεθα αλλαγησόμεθα ἀλλαγησόμεθα αλλαγησονται αλλαγήσονται ἀλλαγήσονται αλλαξαι αλλάξαι ἀλλάξαι αλλάξατε αλλαξει αλλάξει ἀλλάξει αλλάξεις αλλάξεται αλλάξη αλλάξης άλλαξον αλλάξουσιν αλλάξωνται αλλασσομένας αλλασσόμενοι αλλάσσων ηλλαξαν ήλλαξαν ἤλλαξαν ηλλάξαντο ηλλάξατο ήλλαξε allagesometha allagesómetha allagēsometha allagēsómetha allagesontai allagēsontai allagḗsontai allaxai alláxai allaxei alláxei ellaxan ēllaxan ḗllaxanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |