2507. kathaireó
Strong's Exhaustive Concordance
cast down, destroy.

From kata and haireomai (including its alternate); to lower (or with violence) demolish (literally or figuratively) -- cast (pull, put, take) down, destroy.

see GREEK kata

see GREEK haireomai

Forms and Transliterations
καθαιρεθή καθαιρεθήσεται καθαιρεθήσονται καθαιρεθώσι καθαιρείν καθαιρεισθαι καθαιρείσθαι καθαιρεῖσθαι καθαιρείτέ καθαιρούντα καθαιρουντες καθαιρούντες καθαιροῦντες καθαίρω καθείλαν καθείλε καθειλεν καθείλεν καθεῖλεν καθείλες καθείλον καθείλοσαν καθελεί καθελειν καθελείν καθελεῖν καθελείς καθέλεις καθελείτε καθέλης καθέλοι καθελοντες καθελόντες καθελούσι καθελούσιν καθελω καθελώ καθελῶ καθελων καθελών καθελὼν καθηρέθη καθηρέθης καθηρημένα καθηρημένας καθηρημένους καθηρημένων kathaireisthai kathaireîsthai kathairountes kathairoûntes katheilen katheîlen kathelein katheleîn kathelo kathelô kathelō kathelō̂ kathelon kathelōn kathelṑn kathelontes kathelóntes
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2506
Top of Page
Top of Page