Strong's Exhaustive Concordance cover, hide. From kata and kalupto; to cover wholly, i.e. Veil -- cover, hide. see GREEK kata see GREEK kalupto Forms and Transliterations καλυπτεσθαι κατακαλυπτεσθαι κατακαλύπτεσθαι κατακαλυπτεσθω κατακαλυπτέσθω κατακαλυπτεται κατακαλύπτεται κατακαλύπτον κατακαλύψαι κατακαλύψει κατακαλύψεις κατακαλύψομαι κατακαλύψουσιν κατακαλύψω κατάκαρπος κατάκαρπως κατακάρπωσιν κατάκαυμα κατακαύματι κατακαύματος κατακαύματός κατεκάλυπτον κατεκαλύφθη κατεκαλύψατο κατεκάλυψε κατεκάλυψέν κατεκάμφθην κατέκαμψαν katakaluptesthai katakaluptestho katakaluptesthō katakaluptetai katakalyptesthai katakalýptesthai katakalyptestho katakalyptesthō katakalyptéstho katakalyptésthō katakalyptetai katakalýptetaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |