Strong's Exhaustive Concordance possession. From katecho; a holding down, i.e. Occupancy -- possession. see GREEK katecho Forms and Transliterations κατασχεσει κατασχέσει κατασχέσεσιν κατασχέσεως κατασχεσιν κατάσχεσιν κατάσχεσίν κατάσχεσις κατατάσσων κατατεμούσιν κατατενεί κατατενείς κατατέρπου κατατέτακται κατατετμημένοι κατατήξεις κατέταξας κατετέμνοντο kataschesei kataschései kataschesin katáschesinLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |