Strong's Exhaustive Concordance cut down, strikeA primary verb; to "chop"; specially, to beat the breast in grief -- cut down, lament, mourn, (be-)wail. Compare the base of tomoteros. see GREEK tomoteros Forms and Transliterations εκκόψωμεν εκοπτον έκοπτον ἔκοπτον εκοπτοντο εκόπτοντο ἐκόπτοντο έκοψα έκοψαν εκόψαντο εκοψασθε εκόψασθε ἐκόψασθε εκόψατο έκοψε έκοψέ κεκομμένον κεκομμένω κοπής κοπήσονται κοπήτω κόπτειν κόπτεσθε κόπτετε κοπτόμενοι κόπτονται κ'οπτοντες κόπτοντες κόπτοντος κόπτουσι κόπτων κόπωσις κόψαι κοψαντες κόψαντες κόψασθαι κόψασθε κόψατε κοψάτωσάν κόψει κόψεις κόψεσθε κόψεται κόψη κόψησθε κόψομεν κοψονται κόψονται κόψονταί κόψωμεν κόψωσιν ekopsasthe ekópsasthe ekopton ékopton ekoptonto ekóptonto kopsantes kópsantes kopsontai kópsontaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |