Strong's Exhaustive Concordance beast. From ktaomai; property, i.e. (specially) a domestic animal -- beast. see GREEK ktaomai Forms and Transliterations κτήνει κτήνεσι κτήνεσί κτήνεσιν κτηνη κτήνη κτηνος κτήνος κτήνός κτῆνος κτηνοτρόφοι κτηνοτρόφος κτηνοτρόφων κτηνους κτήνους κτηνώδης κτηνων κτηνών κτηνῶν κτήσει κτήσεις κτησέως κτήσεως κτήσιν κτήσις ktene ktēnē ktḗne ktḗnē ktenon ktenôn ktēnōn ktēnō̂n ktenos ktênos ktēnos ktē̂nosLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |