2934. kténos
Strong's Exhaustive Concordance
beast.

From ktaomai; property, i.e. (specially) a domestic animal -- beast.

see GREEK ktaomai

Forms and Transliterations
κτήνει κτήνεσι κτήνεσί κτήνεσιν κτηνη κτήνη κτηνος κτήνος κτήνός κτῆνος κτηνοτρόφοι κτηνοτρόφος κτηνοτρόφων κτηνους κτήνους κτηνώδης κτηνων κτηνών κτηνῶν κτήσει κτήσεις κτησέως κτήσεως κτήσιν κτήσις ktene ktēnē ktḗne ktḗnē ktenon ktenôn ktēnōn ktēnō̂n ktenos ktênos ktēnos ktē̂nos
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2933
Top of Page
Top of Page