3307. merizó
Strong's Exhaustive Concordance
apportion, divide

From meros; to part, i.e. (literally) to apportion, bestow, share, or (figuratively) to disunite, differ -- deal, be difference between, distribute, divide, give participle

see GREEK meros

Forms and Transliterations
εμέρισα εμερίσαν εμερίσαντο εμερίσατό εμέρισε εμερισεν εμέρισεν ἐμέρισεν εμερισθη εμερίσθη ἐμερίσθη μεμερισμένην μεμερισται μεμέρισται μεριεί μεριείς μερίζειν μερίζεται μερίζουσι μεριούνται μερισασθαι μερίσασθαι μερίσατε μερισθεισα μερισθείσα μερισθεῖσα μερισθη μερισθή μερισθῇ μερισθήσεται μέρισον μερίσω μεριώ emerisen emérisen emeristhe emeristhē emerísthe emerísthē memeristai meméristai merisasthai merísasthai meristhe meristhē meristhêi meristhē̂i meristheisa meristheîsa
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
3306
Top of Page
Top of Page