Strong's Exhaustive Concordance admonish, warn. From the same as nouthesia; to put in mind, i.e. (by implication) to caution or reprove gently -- admonish, warn. see GREEK nouthesia Forms and Transliterations ενουθέτει ενουθέτησας νενουθέτησαι νουθετειν νουθετείν νουθετεῖν νουθετειτε νουθετείτε νουθετεῖτε νουθέτημα νουθέτησιν νουθετού νουθετούμενοι νουθετούμενος νουθετουντας νουθετούντας νουθετοῦντας νουθετουντες νουθετούντες νουθετοῦντες νουθετούσι νουθετώ νουθετων νουθετών νουθετῶν nouthetein noutheteîn noutheteite noutheteîte noutheton nouthetôn nouthetōn nouthetō̂n nouthetountas nouthetoûntas nouthetountes nouthetoûntesLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |