Strong's Exhaustive Concordance transgression, iniquity. From the same as paranomeo; transgression: iniquity. see GREEK paranomeo Forms and Transliterations παρανομία παρανομίαι παρανομίαν παρανομιας παρανομίας παράνομοι παρανόμοις παράνομον παράνομος παρανόμου παρανόμους παρανόμω παρανόμων παρανόμως παραξιφίδι παράπαν παραπετάσματα paranomias paranomíasLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |