Strong's Exhaustive Concordance to cast off, take awayFrom peri and haireomai (including its alternate); to remove all around, i.e. Unveil, cast off (anchor); figuratively, to expiate -- take away (up). see GREEK peri see GREEK haireomai Forms and Transliterations περιαιρεθήσεται περιαιρεθήσονται περιαιρειται περιαιρείται περιαιρεῖται περιείλαντο περιείλατο περιείλε περιείλεν περιείλετο περιείλον περίελε περιελεί περιελειν περιελείν περιελεῖν περιελείς περιέλεσθε περιελέτω περιέλη περιέλης περιελομένη περιελόμενος περιελοντες περιελόντες περιελού περιελώ περιελών περιηργυρωμένα περιηργυρωμέναι περιηργυρωμένοι περιηρειτο περιηρείτο περιῃρεῖτο periaireitai periaireîtai perieireîto periēireîto perielein perieleîn perielontes perielóntes periereito periēreitoLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |