Strong's Exhaustive Concordance open. From ana and oigo (to open); to open up (literally or figuratively, in various applications) -- open. see GREEK ana Forms and Transliterations ἀναπτύξας ανέωγε ανεωγεν ἀνέῳγεν ανεωγμέναι ανεωγμενας ανεωγμένας ἀνεῳγμένας ανεωγμένη ανεωγμένην ανεωγμενης ἀνεῳγμένης ανεωγμένοι ανεωγμενον ανεωγμένον ἀνεῳγμένον ανεωγμενος ανεωγμένος ἀνεῳγμένος ανεωγμένους ανεωγμενων ανεωγμένων ἀνεῳγμένων ανεωγοτα ανεωγότα ἀνεῳγότα ανέωκτο ανέωξε ανέωξέ ανεωξεν ανέωξεν ἀνέῳξεν ανεωχθη ανεώχθη ἀνεῴχθη ανεωχθηναι ανεωχθήναι ἀνεῳχθῆναι ανεωχθησαν ανεώχθησαν ανεώχθησάν ἀνεῴχθησαν άνοιγε ανοιγει ανοίγει ἀνοίγει ανοιγειν ανοίγειν ἀνοίγειν ανοίγεις ανοιγήναι ανοιγησεται ανοιγήσεται ἀνοιγήσεται ανοιγήσονται ανοιγόμεναι ανοίγονται ανοιγων ανοίγων ἀνοίγων ανοιγωσιν ἀνοιγῶσιν ανοιξαι ανοίξαι ανοίξαί ἀνοῖξαι ανοιξαντες ανοίξαντες ἀνοίξαντες ανοίξαντός ανοιξας ανοίξας ἀνοίξας ανοίξασα ανοίξατε ανοίξατέ ανοίξει ανοίξεις ανοιξη ανοίξη ἀνοίξῃ ανοίξης ανοίξομεν ανοιξον άνοιξον άνοιξόν ἄνοιξον ανοίξουσι Ανοιξω ανοίξω Ἀνοίξω ανοίξωσί ανοιξωσιν ανοίξωσιν ἀνοίξωσιν ανοιχθέν ανοιχθήσεται ανοιχθήσονται ανοιχθώσιν ηνεωγμένα ηνεωγμενη ἠνεῳγμένη ηνεωγμενην ἠνεῳγμένην ηνεωγμενον ἠνεῳγμένον ηνεωγμένους ηνέωξε ηνεωξεν ἠνέῳξέν ηνεωχθησαν ηνεώχθησαν ἠνεῴχθησαν ἠνεῴχθησάν ηνοίγετο ηνοιγη ηνοίγη ἠνοίγη ηνοιγησαν ἠνοίγησαν ηνοιγμένα ήνοιξα ήνοιξά ηνοίξαμεν ηνοίξαν ήνοιξαν ήνοιξας ηνοίξατε ήνοιξε ήνοιξέ ηνοιξεν ήνοιξεν ἤνοιξεν ἤνοιξέν ηνοιχθη ηνοίχθη ἠνοίχθη ηνοιχθησαν ηνοίχθησαν ἠνοίχθησαν θεὸς anaptuxas anaptyxas anaptýxas aneochthe aneōchthē aneochthenai aneōchthēnai aneochthesan aneōchthēsan aneogen aneōgen aneogmenas aneōgmenas aneogmenes aneōgmenēs aneogmenon aneōgmenon aneōgmenōn aneogmenos aneōgmenos aneogota aneōgota aneṓichthe aneṓichthē aneoichthênai aneōichthē̂nai aneṓichthesan aneṓichthēsan anéoigen anéōigen aneoigménas aneōigménas aneoigménes aneōigménēs aneoigménon aneōigménon aneōigménōn aneoigménos aneōigménos aneoigóta aneōigóta anéoixen anéōixen aneoxen aneōxen anoigei anoígei anoigein anoígein anoigesetai anoigēsetai anoigḗsetai anoigon anoigōn anoígon anoígōn anoigosin anoigôsin anoigōsin anoigō̂sin anoixai anoîxai anoixantes anoíxantes anoixas anoíxas anoixe anoixē anoíxei anoíxēi Anoixo Anoixō Anoíxo Anoíxō anoixon ánoixon anoixosin anoixōsin anoíxosin anoíxōsin eneochthesan ēneōchthēsan eneogmene ēneōgmenē eneogmenen ēneōgmenēn eneogmenon ēneōgmenon eneṓichthesan eneṓichthesán ēneṓichthēsan ēneṓichthēsán eneoigméne ēneōigménē eneoigménen ēneōigménēn eneoigménon ēneōigménon enéoixén ēnéōixén eneoxen ēneōxen enoichthe enoíchthe ēnoichthē ēnoíchthē enoichthesan enoíchthesan ēnoichthēsan ēnoíchthēsan enoige enoíge ēnoigē ēnoígē enoigesan enoígesan ēnoigēsan ēnoígēsan enoixen ēnoixen ḗnoixen ḗnoixén theosLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |