4591. sémainó
Strong's Exhaustive Concordance
signify.

From sema (a mark; of uncertain derivation); to indicate -- signify.

Forms and Transliterations
εσημαινεν ἐσήμαινεν εσήμαναν εσήμανε εσήμανεν ἐσήμανεν σημαίνει σημαίνειν σημαινέτωσαν σημαινούσης σημαινων σημαίνων σημαναι σημάναι σημᾶναι σημάνατε σημανείς σημανείτε σημανή σημάνη σημανώ σημάνωσιν σημασία σημασίαν σημασίας σημασιών esemanen esēmanen esḗmanen semainon semaínon sēmainōn sēmaínōn semanai semânai sēmanai sēmânai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4590
Top of Page
Top of Page