Strong's Exhaustive Concordance sparrow. Diminutive of strouthos (a sparrow); a little sparrow -- sparrow. Forms and Transliterations στρουθια στρουθία στρουθίον στρουθίου στρουθιων στρουθίων στρουθοί στρούθον στρουθών στροφάς στροφείς στρόφιγγος στροφωτοίς στρώμα στρωμναί στρωμναίς στρωμνή στρωμνήν στρωμνής strouthia strouthía strouthion strouthiōn strouthíon strouthíōnLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |