5080. tékó
Strong's Exhaustive Concordance
melt.

Apparently a primary verb; to liquefy -- melt.

Forms and Transliterations
ετάκη ετάκην ετάκησαν ετήκετο τακείς τακείσα τακή τακήσεται τακήσονται τήκει τηκεται τήκεται τηκόμεθα τηκομένη τηκομένην τηκόμενοι τηκόμενος τήκω τηλαυγές τηλαύγημα τηλαυγής τηλαυγήσεως τήξει teketai tēketai tḗketai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
5079
Top of Page
Top of Page