Strong's Exhaustive Concordance melt. Apparently a primary verb; to liquefy -- melt. Forms and Transliterations ετάκη ετάκην ετάκησαν ετήκετο τακείς τακείσα τακή τακήσεται τακήσονται τήκει τηκεται τήκεται τηκόμεθα τηκομένη τηκομένην τηκόμενοι τηκόμενος τήκω τηλαυγές τηλαύγημα τηλαυγής τηλαυγήσεως τήξει teketai tēketai tḗketaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |