641. aporiptó
Strong's Exhaustive Concordance
jump overboard

From apo and rhipto; to hurl off, i.e. Precipitate (oneself) -- cast.

see GREEK apo

see GREEK rhipto

Forms and Transliterations
απέρριμμαι απερριμμένην απερρίφη απερρίφης απερρίφησαν απέρριψα απερρίψαμεν απέρριψαν απέρριψας απέρριψάς απερρίψατο απέρριψε απέρριψεν αποριψαντας ἀπορίψαντας απόρριπτε απορριφήσεσθε απορριφήσονται απορριφήτε απορριφώμεν απόρριψαι απορρίψαντας απορρίψατε απορριψάτω απορρίψης απορρίψω απορρίψωμεν aporipsantas aporípsantas
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
640
Top of Page
Top of Page