1276. diaperaó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1276: διαπεράω

διαπεράω, διαπέρω; 1 aorist διεπέρασα; to pass over, cross over, e. g. a river, a lake: Matthew 9:1; Matthew 14:34; Mark 6:53 (here T WH follow with ἐπί τήν γῆν, for (to) the land (cf. R. V. marginal reading)); followed by εἰς with the accusative of place, Mark 5:21; Acts 21:2; πρός with the accusative of person Luke 16:26. ((Euripides), Aristophanes, Xenophon, subsequent writings; the Sept. for עָבַר.)

Forms and Transliterations
διαπεπετακότα διαπεπετασμένα διαπεπετασμέναι διαπεπετασμένων διαπεπτωκότα διαπερασαντες διαπεράσαντες διαπερασαντος διαπεράσαντος διαπεράσει διαπερων διαπερών διαπερῶν διαπερώντες διαπερωσιν διαπερώσιν διαπερῶσιν διαπεσείν διαπεσείται διαπέσητε διαπετάση διάπηγα διαπήγων διαπίπτουσαν διαπίπτων διαπλατύνηται διεπέρασε διεπερασεν διεπέρασεν διέπεσε διέπεσεν διέπεσον διεπέτασα διεπετάσαμεν διεπέτασε διεπέτασεν diaperasantes diaperásantes diaperasantos diaperásantos diaperon diaperôn diaperōn diaperō̂n diaperosin diaperôsin diaperōsin diaperō̂sin dieperasen diepérasen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1275
Top of Page
Top of Page