Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1374: δίψυχοςδίψυχος, διψυχον (δίς and ψυχή), double-minded; a. wavering, uncertain, doubting: James 1:8 (οἱ δίψυχοι καί οἱ δισταζοντες περί τῆς τοῦ θοῦ δυνάμεως, Clement of Rome, 1 Cor. 11, 2 [ET]; ταλαίπωροι εἰσιν οἱ δίψυχοι, οἱ δισταζοντες τήν ψυχήν (others τῇ ψυχή), ibid. 23, 3 [ET]; μή γίνου δίψυχος ἐν προσευχή σου, εἰ ἔσται ἤ οὐ, Apostolic Constitutions 7, 11; μή γίνου δίψυχος ἐν προσευχή σου, μακάριος γάρ ὁ μή διστασας, Ignatius ad. Heron. 7; (cf. references in Muller's note on the Epistle of Barnabas, 19, 5 [ET])). b. divided in interest namely, between God and the world: James 4:8. Not found in secular writings. (Philo, fragment 2:663). |