Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1386: δόλιοςδόλιος, δόλια, δόλιον (δόλος); from Homer on, deceitful: 2 Corinthians 11:13. Forms and Transliterations δολία δόλια δολίαν δολίας δολιοι δόλιοι δολίοις δόλιον δόλιος δολιότητας δολιότητι δολιότητος δολίου δολίω dolioi dólioiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |