Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1393: ΔορκάςΔορκάς, δορκάδος, ἡ (properly, a wild she-goat a gazelle, "παρά τό δέρκω, τό βλέπω. Ὀξυδερκες γάρ τό ζοων καί ἐυομματον Etym. Magn. (284, 6)), Dorcas, a certain Christian woman: Acts 9:36, 39; see Ταβιθά. Forms and Transliterations δόρασι δόρατα δόρατι δόρατος δοράτων δορκάδα δορκάδες δορκάδι δορκάδος δορκάδων Δορκας Δορκάς δόρκωνι δόρυ Dorkas DorkásLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |