Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1455: ἐγκάθετοςἐγκάθετος (T WH ἐνκαθετος, see ἐν, III. 3), ἐγκαθετου ὁ ἡ (ἐγκαθίημι (to send down in (secretly))), suborned to lie in wait; a lier-in-wait, a spy, (cf. Latininsidiator; English "insidious): used in Luke 20:20 of one who is suborned by others to entrap a man by crafty words. (Plato, Ax., p. 368 e.; Demosthenes, p. 1483, 1; Josephus, b. j. 6, 5, 2; Polybius 13, 5, 1, others; the Sept., Job ( Forms and Transliterations εγκάθετοι εγκάθετος εγκαθέτους ἐγκαθέτους εγκαθήμενοι εγκαθημένοις εγκαθήμενον εγκαθήμενος εγκαθημένους εγκάθηνται εγκαθήσονται εγκάθηται ενεκαθήμεθα ενεκάθηντο ενεκάθησθε ενεκάθητο ενεκάθισαν ενεκάθισας ενκαθετους ἐνκαθέτους καθίσατε enkathetous en'kathétousLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |