1459. egkataleipó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1459: ἐγκαταλείπω

ἐγκαταλείπω (Acts 2:27, 31, T WH ἐνκαταλείπω.; T also in Romans 9:29, see his note and cf. ἐν, III. 3); (imperfect ἐγκατελειπον (WH text in 2 Timothy 4:10, 16)); future ἐγκαταλείψω; 2 aorist ἐγκατέλιπον; passive (present ἐγκαταλείπομαι) 1 aorist ἐγκατελειφθην; the Sept. for עָזַב;

1. to abandon, desert (ἐν equivalent to ἐν τίνι, in some place or condition), i. e. to leave in straits, leave helpless, (colloquial, leave in the lurch): τινα, Matthew 27:46 and Mark 15:34 from Psalm 21:2 (); Hebrews 13:5; passive 2 Corinthians 4:9; after the Hebrew עָזַב with לְ, τινα εἰς ᾅδου (or ᾅδην), by forsaking one to let hlm go into Hades, abandon unto Hades, Acts 2:27, 31 (not R). to desert, forsake: τινα, 2 Timothy 4:10, 16; τήν ἐπισυναγωγήν, Hebrews 10:25.

2. to leave behind among, to leave surviving: ἡμῖν σπέρμα, Romans 9:29 from Isaiah 1:9. (Hesiod, Works, 376; Thucydides, and following.)

Forms and Transliterations
εγκαταλείπητε εγκαταλειπομενοι εγκαταλειπόμενοι ἐγκαταλειπόμενοι εγκαταλείποντας εγκαταλειποντες εγκαταλειπόντες εγκαταλείποντες ἐγκαταλείποντες εγκαταλειφθέντες εγκαταλειφθήσεται εγκαταλείψει ἐγκαταλείψεις εγκαταλείψομεν εγκαταλείψουσιν εγκαταλείψω εγκαταλελειμμέναι εγκαταλελειμμέναις εγκαταλελειμμένη εγκαταλελειμμένην εγκαταλελειμμένοι εγκαταλελειμμένον εγκαταλελειμμένους εγκαταλέλοιπα εγκαταλέλοιπε εγκαταλελοιπώς εγκαταλιμπανόντων εγκατάλιπε εγκαταλίπει εγκαταλιπείν εγκαταλίπης εγκαταλίπητε εγκαταλίποιτο εγκαταλιπόντες εγκαταλιπω εγκαταλίπω ἐγκαταλίπω εγκαταλίπωμεν εγκαταλίπωσιν εγκατελειπον ἐγκατέλειπον εγκατελείφθη ἐγκατελείφθη εγκατελείφθησαν εγκατέλιπαν εγκατελίπατε εγκατέλιπε εγκατέλιπέ εγκάτελιπε εγκατελιπεν εγκατέλιπεν ἐγκατέλιπεν εγκατελιπες εγκατέλιπες εγκατέλιπές ἐγκατέλιπες ἐγκατέλιπές εγκατελίπετε εγκατελίπετέ εγκατελίπομεν εγκατέλιπον εγκατέλιπόν ἐγκατέλιπον ενκαταλειψεις ἐνκαταλείψεις ενκατελειφθη ἐνκατελείφθη enkataleipomenoi enkataleipómenoi enkataleipontes enkataleípontes enkataleipseis en'kataleípseis enkatalipo enkatalipō enkatalípo enkatalípō enkateleiphthe enkateleiphthē en'kateleíphthe en'kateleíphthē enkatelipen enkatélipen enkatelipes enkatélipes enkatélipés enkatelipon enkatélipon
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1458
Top of Page
Top of Page