1625. ektrephó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1625: ἐκτρέφω

ἐκτρέφω; from Aeschylus down;

1. to nourish up to maturity; then universally, to nourish: τήν ἑαυτοῦ σάρκα, Ephesians 5:29.

2. to nurture, bring up: τά τέκνα, Ephesians 6:4.

STRONGS NT 1625a: ἔκτρομος [ἔκτρομος, adjective (cf. ἔκφοβος), trembling exceedingly, exceedingly terrified: Hebrews 12:21 Tr marginal reading WH mrg, after the Sinaiticus and Claromontanus manuscripts (others ἔντρομος, which see). Not found elsewhere.]

Forms and Transliterations
εκθρέψαι εκθρέψουσι εκθρέψω εκθρέψωσι εκτραφέντα εκτραφέντων εκτρεφει εκτρέφει ἐκτρέφει εκτρεφετε εκτρέφετε ἐκτρέφετε εκτρέφωσιν εκτρίβει εκτριβή εκτριβήναι εκτριβής εκτριβήσεσθε εκτριβήσεται εκτριβήση εκτριβήσομαι εκτρίβοντες εκτριβώμεν εκτριβώσιν εκτρίψαι εκτρίψατε εκτρίψει εκτρίψεις εκτρίψη εκτρίψητε εκτρίψουσιν εκτρίψω εκτρίψωμεν εκτρυγήσεις εκτρώγων εξέδραμεν εξέθρεψα εξέθρεψας εξέθρεψέ εξέθρεψεν εξέτρεφον εξετρίβησαν εξέτριψα εξέτριψαν εξέτριψας εξέτριψε εξέτριψεν ektrephei ektréphei ektrephete ektréphete
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1624
Top of Page
Top of Page