Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1719: ἔμφοβοςἔμφοβος (see ἐν, III. 3), ἐμφοβον,(φόβος), thrown into fear, terrified, affrighted: Luke 24:5,(37); Acts 10:4; (Acts 22:9 Rec.); Forms and Transliterations εμπεφραγμένοι εμφοβοι έμφοβοι ἔμφοβοι εμφοβος έμφοβος ἔμφοβος εμφοβων εμφόβων ἐμφόβων εμφραγμώ εμφράξαι εμφράξει εμφράξετε έμφραξον εμφράξουσι εμφραχθείη εμφραχθήσεται ενεφράγη ενέφραξαν ενέφραξε emphoboi émphoboi emphobon emphobōn emphóbon emphóbōn emphobos émphobosLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |