Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1817: ἐξανίστημιἐξανίστημι: 1 aorist ἐξανέστησα; 2 aorist ἐξανεστην; 1. to make rise up, to raise up, to produce: σπέρμα, Mark 12:19; Luke 20:28 (Hebrew זֶרַע הֵקִים, Genesis 38:8). 2. 2 aorist active to rise in an assembly to speak (as in Xenophon, an. 6, 1, 30); Acts 15:5.
Forms and Transliterations εξαναστάντες εξαναστάντων εξαναστάς εξαναστήσεσθε εξαναστήσεται εξαναστηση εξαναστήση ἐξαναστήσῃ εξαναστήσονται εξαναστήσουσι εξαναστήσωμεν εξαναστώμεν εξανέστη εξανέστηκε Εξανεστησαν εξανέστησαν Ἐξανέστησαν εξανέστησας εξανέστησε εξανίστασο εξαντλήσαι εξαντλήσει exanastese exanastēsē exanastḗsei exanastḗsēi Exanestesan Exanestēsan Exanéstesan ExanéstēsanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |
|