Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1943: ἐπικαλύπτωἐπικαλύπτω: (1 aorist ἐπεκαλυφθην); to cover over: αἱ ἁμαρτίαι ἐπικαλυπτονται, are covered over so as not to come to view, i. e. are pardoned, Romans 4:7 from Psalm 31:1 Forms and Transliterations επεκάλυπτον επεκαλυφθησαν επεκαλύφθησαν ἐπεκαλύφθησαν επεκάλυψαν επεκάλυψε επεκάλυψεν επέκαλυψεν επικαλύπτουσαι επικαλύπτων επικαλύψαι επικαλυψάτω επικαλύψουσιν επικαταλήψεταί επικατάρασαί επικαταράσομαι επικαταρώμενον επικαταρωμένου επικεκαλυμμένη epekaluphthesan epekaluphthēsan epekalyphthesan epekalyphthēsan epekalýphthesan epekalýphthēsanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |