Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 2328: θερμαίνωθερμαίνω: middle, present θερμαίνομαι; imperfect ἐθερμαινομην; (θερμός); from Homer down; to make warm, to heat; middle to warm oneself: Mark 14:54, 67; John 18:18, 25; James 2:16. Forms and Transliterations εθερμαίνετο εθερμαινοντο εθερμαίνοντο ἐθερμαίνοντο εθερμάνθη εθερμάνθην εθερμάνθησαν εθερμάνθητε θερμαινεσθε θερμαίνεσθε θερμαινομενον θερμαινόμενον θερμαινομενος θερμαινόμενος θερμανθείς θερμανθή θερμανθήσεται θερμασία θερμαστρείς ethermainonto ethermaínonto thermainesthe thermaínesthe thermainomenon thermainómenon thermainomenos thermainómenosLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |