Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 2593: καρποφόροςκαρποφόρος, καρποφόρον (καρπός and φέρω), fruit-bearing, fruitful, productive: Acts 14:17. (Pindar, Xenophon, Theophrastus, Diodorus, the Sept..) Forms and Transliterations εκάρπωσα καρποφόρα καρποφόρον καρποφορους καρποφόρους κάρπωμα κάρπωμά καρπώμασι καρπώμασιν καρπώματα καρπώματά κάρπωματα καρπώματος καρπωμάτων καρπώσαι καρπώσεων καρπωσεως καρπώσεως κάρπωσιν καρπωτόν καρπωτός καρτάλλον κάρταλλον καρτάλλους karpophorous karpophórousLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |