2606. katagelaó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 2606: καταγελάω

καταγελάω, καταγέλω: imperfect 3 person plural κατεγέλων; to deride (A. V. laugh to scorn): τίνος, anyone (cf. Buttmann, § 132, 15), Matthew 9:24; Mark 5:40; Luke 8:53. (From (Aeschylus and) Herodotus down; the Sept..)

Forms and Transliterations
καταγελά καταγελάσατωσάν καταγελάσεται καταγελάση καταγελασθήσονται καταγελασθώμεν καταγελάται καταγελών καταγελώντα καταγελώνται καταγελώντες καταγέλωτα καταγηράσητε καταγίνομαι κατεγέλασάν κατεγελων κατεγέλων κατεγενόμην κατεγίνοντο kategelon kategelōn kategélon kategélōn
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2605
Top of Page
Top of Page