Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 2650: καταμένωκαταμένω; to remain permanently, to abide: Acts 1:13. (Numbers 22:8; Judith 16:20; Aristophanes, Xenophon, Philo de gigant. § 5.) Forms and Transliterations καταμείνη καταμειρισθώσιν καταμεμιγμένα καταμενοντες καταμένοντες καταμενω καταμενῶ καταμεριείτε καταμερίζει καταμερίσαι καταμετρείσθαι καταμετρηθήσεται καταμετρήσετε κατεμείναμεν κατέμειναν κατέμεινεν κατεμετρήθη παραμενῶ katamenontes kataménontes parameno paramenô paramenō paramenō̂Links Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |