Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 4059: περιτέμνωπεριτέμνω (Ionic περιτάμνω); 2 aorist περιέτεμον; passive, present περιτέμνομαι; perfect participle περιτετμημένος; 1 aorist περιετμήθην; (from Hesiod down); the Sept. chiefly for מוּל; to cut around (cf. περί, III. 1): τινα, to circumcise, cut off one's prepuce (used of that well-known rite by which not only the male children of the Israelites, on the eighth day after birth, but subsequently also 'proselytes of righteousness' were consecrated to Jehovah and introduced into the number of his people; (cf. BB. DD. under the word Forms and Transliterations περιέτεμε περιετεμεν περιέτεμεν περιετέμετο περιετέμοντο περιέτεμοντο περιετμήθη περιετμηθητε περιετμήθητε περίτεμε περιτεμεί περιτεμειν περιτεμείν περιτεμεῖν περιτεμείς περιτεμείσθε περιτέμεσθε περιτεμνειν περιτέμνειν περιτεμνεσθαι περιτέμνεσθαι περιτεμνεσθω περιτεμνέσθω περιτεμνετε περιτέμνετε περιτεμνησθε περιτέμνησθε περιτεμνομενοι περιτεμνομένοι περιτεμνόμενοι περιτεμνομενω περιτεμνομένω περιτεμνομένῳ περιτετμημένοι περιτετμημενος περιτετμημένος περιτετμημένους περιτέτμηνται περιτμηθέντες περιτμηθηναι περιτμηθήναι περιτμηθῆναι περιτμηθήσεσθε περιτμηθήσεται περιτμηθητε περιτμηθῆτε περιτμήθητε perietemen periétemen perietmethete perietmēthēte perietmḗthete perietmḗthēte peritemein peritemeîn peritemnein peritémnein peritemnesthai peritémnesthai peritemnesthe peritemnēsthe peritémnesthe peritémnēsthe peritemnestho peritemnesthō peritemnéstho peritemnésthō peritemnete peritémnete peritemnomeno peritemnomenō peritemnomenoi peritemnoménoi peritemnoménōi peritemnómenoi peritetmemenos peritetmeménos peritetmēmenos peritetmēménos peritmethenai peritmethênai peritmēthēnai peritmēthē̂nai peritmethete peritmethête peritmēthēte peritmēthē̂teLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |