Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 4313: προπορεύωπροπορεύω: 1 future middle προπορεύσομαί; to send before, to make to precede (Aelian nat. an. 10, 22 (vat.)); middle to go before, to precede (see πρό, d. ἆ.): τίνος (on which genitive see Winers Grammar, § 52, 2 c.), to go before one, of a leader, Acts 7:40; πρό προσώπου τίνος (after the IIebr., Exodus 32:34; Deuteronomy 3:18; Deuteronomy 9:3), of a messenger or a herald, Luke 1:76; (of the van of an army, 1 Macc. 9:11; Xenophon, Cyril 4, 2, 23; Polybius). (Cf. ἔρχομαι, at the end.) Forms and Transliterations προεπορεύετο προεπορεύοντο προπορεύεσθε προπορεύεται προπορευόμενά προπορευομένη προπορευομένοις προπορευόμενος προπορεύομενος προπορευομένων προπορεύονται προπορεύου προπορεύσεται προπορευση προπορεύση προπορεύσῃ προπορεύσομαί προπορευσονται προπορεύσονται πρόπυλα proporeuse proporeusē proporeúsei proporeúsēi proporeusontai proporeúsontaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |